ἕσπερος

ἕσπερος

ἕσπερος, , auch , Ap. Rh. 4, 1290, vgl. ἑσπέρα, der Abend (vesper); μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλϑεῖν, μέλας ἐπὶ ἕσπερος ἦλϑε, der dunkele Abend kam heran, es wurde Abend, Od. 1, 422. 4, 786. – Der Abendstern, Il. 22, 317; Eur. Ion 1149; vgl. Plat. Tim. Locr. 96 e; übertr. vom Alter, Macedon. 2 (V, 233). – Adj., ἐν δ' ἕσπερον ἔφλεξεν Σελάνας φάος Pind. Ol. 11, 76, das abendliche Licht; ἕσπεροι λαμπτῆρες Soph. Ai. 278; ἕσπερος ϑεός, der finstere Gott, Pluto, O. R. 178; – τὰ ἕσπερα, die Abendstunden, der Abend, ποτὶ ἕσπερα, gegen Abend, Od. 17, 191. – Von der Himmelsgegend, westlich, τόποι Aesch. Prom. 348; ἀγκῶνες Soph. Ai. 805; Eur. El. 731; sp. D., γῆ Lycophr. 956.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἕσπερος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕσπερος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έσπερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος ή αδελφός του Άτλαντα, πατέρας των Εσπερίδων. Ο Όμηρος τον αναφέρει ως το ωραιότερο από τα άστρα. Τα ονόματα Έ. και Εωσφόρος αφορούν την Αφροδίτη. II Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Παμφυλία… …   Dictionary of Greek

  • Έσπερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος ή αδελφός του Άτλαντα, πατέρας των Εσπερίδων. Ο Όμηρος τον αναφέρει ως το ωραιότερο από τα άστρα. Τα ονόματα Έ. και Εωσφόρος αφορούν την Αφροδίτη. II Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Παμφυλία… …   Dictionary of Greek

  • ἕσπερον — ἕσπερος of masc/fem acc sg ἕσπερος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑσπέρου — Ἕσπερος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑσπέρου — ἕσπερος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑσπέρους — Ἕσπερος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑσπέρους — ἕσπερος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑσπέρῳ — Ἕσπερος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑσπέρῳ — ἕσπερος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”