ἕρπυλλος

ἕρπυλλος

ἕρπυλλος, , auch , Mel. 1 (IV, 1, 54); bei Ath. XV, 677 f 681 e; eine Pflanze, Quendel, eine rankende, immergrüne Staude, den Musen heilig u. häufig zu Kränzen benutzt, Ar. Pax 168; Nic. Ther. 67 u. öfter; Hosch. 2, 66 u. a. sp. D.; Arist. H. A. 9, 40; Theophr., auch mit einem λ geschrieben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἕρπυλλος — tufted thyme masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρπυλλος — ο (Α ἕρπυλλος, ὁ και ποιητ. ἕρπυλλος, ἡ) [έρπω] 1. ευώδης θάμνος τής οικογένειας τών χειλανθών, αλλ. θύμος ο έρπυλλος 2. φρ. «ερπύλλου έλαιον» άχρωμο ή ελαφρώς κιτρινωπό υγρό, αρωματικό και καμφορούχο που προέρχεται από τον θύμο τον έρπυλλο αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ἑρπύλλοιο — ἕρπυλλος tufted thyme masc/fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπύλλοις — ἕρπυλλος tufted thyme masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπύλλου — ἕρπυλλος tufted thyme masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπύλλῳ — ἕρπυλλος tufted thyme masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρπυλλοι — ἕρπυλλος tufted thyme masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρπυλλον — ἕρπυλλος tufted thyme masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SERPYLLUM — inter coronamenta Veter. receptum, ut flos vernus ac violae socius et rosis. Theocritus Eid. ιθ. Ἤδ᾿ ἴον, ἤδ᾿ ἕρπυλλον ἀπαίνοτο. Et Ep. 1. Τὰ ῥόδα τὰ δροτόεντα, καὶ ἡ κατάπυκνος ἐκεῖνα Ἕρπυλλος κεῖται ταῖς Ἑλικωνιάσι. Quorum priori violis,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • ερωτύλος — ο (Α ἐρωτύλος) νεοελλ. αυτός που ερωτεύεται εύκολα και επιπόλαια ο επιρρεπής στον έρωτα αρχ. 1. ποθητός, αγαπημένος, ερωτικός 2. φρ. «ἐρωτύλα ἀείδειν» τραγουδώ ερωτικά τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + επίθημα υλ(λ)ος, το οποίο έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”