πανταχῶς

πανταχῶς

πανταχῶς, auf jede Weise, durchaus; Plat. Parmen. 143 c; Menand. bei Ath. VI, 243 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανταχῶς — in all ways indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανταχώς — Α επίρρ. με κάθε τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. ῶς (πρβλ. πολλ αχ ώς), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πανταχός] …   Dictionary of Greek

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

  • πλεισταχώς — Α επίρρ. (ως τροπ.) με πάρα πολλούς τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. ῶς (πρβλ. πανταχώς)] …   Dictionary of Greek

  • πλεοναχός — ή, όν, Α 1. ο κάθε είδους ή λογής, παντοειδής, ποικίλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεοναχόν η ποικιλία. επίρρ... πλεοναχῶς και πλειοναχῶς Α με πολλούς τρόπους ή με διαφορετικές έννοιες («πλεοναχῶς ἐτυμολογεῑν», Στραβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού… …   Dictionary of Greek

  • πανταχόσ' — πανταχόσε , πανταχόσε indeclform (adverb) πανταχόσε , πανταχοῖ in every direction indeclform (adverb) πανταχόσε , πανταχοῦ everywhere indeclform (adverb) πανταχόσε , πανταχῶς in all ways indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανταχόσε — indeclform (adverb) πανταχοῖ in every direction indeclform (adverb) πανταχοῦ everywhere indeclform (adverb) πανταχῶς in all ways indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”