προς-τίθημι

προς-τίθημι

προς-τίθημι (s. τίϑημι), dazu, daran, hinan setzen; χερσὶν ἀπώσασϑαι λίϑον, ὃν προςέϑηκεν, Od. 9, 305; ϑύρας, die Thürflügel anlehnen u. schließen, Her. 3, 78, wie ϑύραν, Lys. 1, 13; κλίμακας πύργοις, anlegen, Thuc. 3, 23; σοῖς προςτίϑημι γόνασιν ὠλένας ἐμάς, Eur. Andr. 896; πρῆγμά τινι, Einem noch dazu ein Geschäft auf legen, Her. 1, 108. 3, 62, wie τόδ' ἔργον προςτιϑεὶς ἐμῷ τέκνῳ, Eur. Suppl. 27; πονους τινί, Heracl. 506; ϑεῶν γέρα συλῶν ἐφημέροισι προςτίϑει, Aesch. Prom. 83; μέγαν προςϑεῖσα Αἰγίσϑῳ μόρον, Ch. 475; μέτρον, 785; ἐπ' ἐμαυτῷ τὰς ἀράς, Soph. O. R. 820; ἐπεὶ ἀνάγκην προςτιϑεῖς ἡμῖν ϑανεῖν, Eur. Herc. F. 710; vgl. Xen. Cyr. 2, 4, 12; τὸ στόμα πρὸς τὸ στόμα προςϑήσεις, Mem. 2, 6, 39; – hinzusetzen, hinzufngen; H. h. Merc. 129; εὐλογίαν προςτιϑείς, Pind. Ol. 5, 24; νᾶσον προςέϑηκε λόγῳ, N. 3, 68, d. i. er feierte die Insel in der Rede; κόσμον ἀγάλματι, Eur. Hipp. 631; χάριτι χάριν, Herc. F. 327; νοσοῠντι νόσον, Alc. 1051; εὐκλεᾶ βίον παισίν, Hipp. 717; auch λύπην τινί, Suppl. 946; Ὀρέστῃ ψῆφον, Aesch. Eum. 705; μὴ καί τι πρὸς κακοῖσι πρόςϑηται κακόν, Pers. 523; μνημεῖ' Ὀρέστου ταῠτα προςϑεῖναί τινα, Soph. El. 921; κἀπὶ τοῖςδε τὴν χάριν ταχεῖαν πρόςϑες, Tr. 1243; τὰ δεινὰ γάρ τοι προςτίϑησ' ὄκνον πολύν, Ant. 243, wie βλάβην τινί, frg. 321; auch med., ταύτην πρόςϑου δάμαρτα, nimm dir zur Frau, Tr. 1224; vgl. Her. 6, 126, προςϑεῖναί τινι γυναῖκα, Einem ein Weib geben; u. = act., τῶν ἀρσένων μή μοι πρόςϑῃ μέριμναν, Soph. O. R. 1460, mache mir nicht Sorge über sie; χάριν προςϑέσϑαι = χαρίσασϑαι, O. C. 771; πλέον προςϑείμην, sich mehr hinzufügen, d. i. Vortheil haben, Ant. 40; – τῷ ϑεῷ προςτιϑῇς τὴν αἰτίαν, zuschieben, beimessen, Eur. Ion 1525; ϑεοῖσι προςϑεὶς ἀμαϑίαν, Hipp. 951; – προςϑεῖναί τινι ἀτιμίην, beilegen, zuschreiben, Her. 7, 11; Thuc. oft; προςτίϑημι τῷ νόμῳ, zum Gesetze hinzusetzen, Plat. Rep. V, 468 d; auch absolut, σὺ δὲ προςτίϑης, ib. I, 339 b; Ggstz ἐλλείπω, Crat. 431 d, ἐξαιρέω, von Buchstaben, 418 a; ἐάν τι ἀφέλωμεν ἢ προςϑῶμεν, 432 a; er vrbdt auch κελεύεις ἡμᾶς προςϑεῖναι τῷ δικαίῳ ἢ ὡς τὸ πρῶτον ἐλέγομεν, Rep. I, 335 a, statt πλέον ϑεῖναι ἤ; προςϑήσει καὶ ἀναλώσει τῆς οὐσίας, zusetzen, vermehren, IX, 591 e; Xen. u. Folgde. – Ader auch ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις, Men., daransetzen, zusetzen, einbüßen; – προςτιϑέναι τινὰ τῷ κατϑανεῖν, Einen zum Tode verurtheilen. – Im med. sich Einem anschließen, ihm beistimmen, sc. τὴν ψῆφον oder γνώμην, ἔτι μᾶλλον προςϑείμην ἂν τῷ Καρχηδονίων νόμῳ, Plat. Legg. II, 674 a; τῇ γνώμῃ, Her. 1, 109. 3, 83. 6, 109; Xen. An. 1, 6, 10; τῷ λόγῳ τῷ λεχϑέντι, Her. 2, 120, τῷ ἀστῷ, d. i. ihm günstig, geneigt sein, 2, 160, Thuc. oft, z. B. Ἀϑη ναίοις προςϑέμενον, 8, 48; Folgde, vgl. Pol. 1, 16, 3. 5, 71, 1; – προςτίϑεσϑαί τινα, sich Einen beifügen, ihn zum Bundesgenossen, Gehülfen machen, ihn mit sich verbinden, Her. 1, 53. 69. 3, 74 u. oft; Thuc. προςεϑέμεϑα αὐτούς, 6, 18, Schol. ξυμμάχους ἐποιησάμεϑα; Folgde; aber auch πολέμιον, sich Einen noch dazu zum Feinde machen; ἰσχύν, seine Macht vergrößern; προςτίϑεσϑαι πλέον, zunehmen; ὥςτε ἔχϑρας ἑκουσίους πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις προςτίϑεσϑαι, noch hinzufügen, Plat. Prot. 346 d; – πόλεμόν τινι, Einem den Keieg erklären, Her. 4, 65; μῆνιν προςϑέσϑαι τινί, Zorn gegen Einen hegen, 7, 229; – τινί τι προςϑέσϑαι, Einem Etwas ans Herz legen, dringend anempfehlen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ποτιτίθημι — Α (δωρ. τ.) προστίθημι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + τίθημι] …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… …   Dictionary of Greek

  • ευχερής — ές (ΑΜ εὐχερής, ές) αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοπος μσν. ικανός σε κάτι αρχ. 1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικός β) επιδέξιος, επιτήδειος …   Dictionary of Greek

  • θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… …   Dictionary of Greek

  • θετικός — ή, ό (ΑΜ θετικός, ή, όν) 1. βεβαιωτικός, καταφατικός («θετική απάντηση») 2. το ουδ. ως ουσ. το θετικό(ν) ο πρώτος βαθμός τών επιθέτων και τών επιρρημάτων από τον οποίο σχηματίζονται ο συγκριτικός και ο υπερθετικός 3. φρ. γραμμ. «θετικός βαθμός»… …   Dictionary of Greek

  • προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… …   Dictionary of Greek

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”