ἔν-αλος

ἔν-αλος

ἔν-αλος, = ἐνάλιος; H. h. Ap. 180; Eur. Hel. 1130 El. 1348; πόρος Archestr. Ath. VII, 278 d; Plut. τόποι, Arat. 50; κώπη Sext. Emp. adv. math. 7, 414, Ggstz ἔξαλος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἄλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλος — Ονομασία τριών αρχαίων πόλεων. 1. Κωμόπολη της αρχαίας Μαγνησίας στη Θεσσαλία. Υπολογίζεται ότι βρισκόταν ανάμεσα στον σημερινό Βόλο και στη Νέα Αγχίαλο. 2. Παράκτια πόλη της Λοκρίδας. 3. Πόλη της Θεσσαλίας που καταστράφηκε το 364 π.Χ. από τον… …   Dictionary of Greek

  • ἁλός — ἅλς salt masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἇλος — ἇ̱λος , ἧλος nail head masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκόκ(κ)αλος — η, ο αυτός που έχει γερά κόκαλα, δηλ. γερή κράση («ήτον εφτάψυχος αυτός ο καλοκόκκαλος», Παπαδ.) …   Dictionary of Greek

  • μονοκόκ(κ)αλος — η, ο 1. (για άνθρωπο ή ζώο) αυτός που αποτελείται κατά κάποιο τρόπο από ένα μόνο κόκαλο 2. δύσκαμπτος, άκαμπτος 3. σκληροτράχηλος, ισχυρογνώμων 4. ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος …   Dictionary of Greek

  • Ὦλος — Ἄλος , Ἄλος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλε — Ἄλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλοισιν — Ἄλος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλον — Ἄλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλους — Ἄλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”