Δεῖα — games in honour of Zeus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεία — δείᾱ , δέος fear neut nom/voc/acc pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δείων — Δεῖα games in honour of Zeus neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθοδεία — κριθοδεία, ἡ (Μ) έλλειψη κριθαριού, ανεπαρκής παραγωγή κριθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + συνδετικό φωνήεν ο + δεία (< δεής < δέω [Ι]) (πρβλ. οψο δεία, σιτο δεία)] … Dictionary of Greek
Ручательство — • Άδεια, ручательство, даваемое государством какому нибудь лицу в том, что последнее безопасно и безнаказанно может совершить известные действия (venia, fides publica). Демосфен сопоставляет αδειαν с особыми почетными отличиями,… … Реальный словарь классических древностей
οψοδεία — ὀψοδεία ή ὀψοδεΐα, ἡ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ ἔνδεια τῶν ὄψων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + δεια (< δεής < δέομαι), πρβλ. σιτο δεία] … Dictionary of Greek
σιτοδεία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σιτοδείη, Α έλλειψη σιτηρών, πλήρης έλλειψη τροφίμων, λόγω κακής σοδειάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + δεία (< δεής < δέομαι «έχω έλλειψη»), πρβλ. ὀψο δεία] … Dictionary of Greek
ἁδείας — ἁ̱δείᾱς , ἡδύς pleasant fem acc pl (doric) ἁ̱δείᾱς , ἡδύς pleasant fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kodein — Kode|i̱n, fachspr. meist: Code|i̱n [zu gr. ϰωδεια = Mohnkopf; Mohn] s; s: Alkaloid des Opiums, auf das Hustenzentrum wirkendes, hustenstillendes Mittel … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
ՉԱՐԱՇԱՀՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0569 Chronological Sequence: 6c գ. αἱσχροκερδία, δεια turpis quaestus studium. Չար եւ անարժան շահ. զօշաքաղութիւն. *Անազատութեան տեսակք երիս են. չարաշահութիւն, ժլատութիւն, եւ անհաղորդութիւն: Իսկ չարաշահութիւն է, ըստ որում յամենայն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἁδεῖ' — ἁ̱δεῖα , ἡδύς pleasant fem nom/voc sg (doric) ἁ̱δεῖαι , ἡδύς pleasant fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)