- παντό-σεμνος
παντό-σεμνος, = πάνσεμνος, ἀνήρ, Aesch. Eum. 607.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντό-σεμνος, = πάνσεμνος, ἀνήρ, Aesch. Eum. 607.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek