ἔδαφος

ἔδαφος

ἔδαφος, τό (ἕδος), Sitz, Grundlage, Boden; νηός Od. 5, 279; πλοίου Dem. 32, 5, wie Plut. Thes. 19; καϑελόντες εἰς ἔδαφος Thuc. 3, 68, bis auf den Grund zerstören, dem Erdboden gleich machen, κατασκάπτειν εἰς ἔδ. 4, 109; vgl. Pol. 4, 67, 10; Grund u. Boden, περὶ τοῠ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσϑαι Aesch. 3, 134; ὑπὲρ αὐτῶν τῶν ἐδαφῶν ἐν κινδύνῳ (Th. Mag. ἐδά-φων), Dem. 26, 11; ϑαλάσσης Arist. H. A. 4, 8; ποταμοῠ Xen. Cyr. 7, 5, 18; Fußboden, Estrich, Ath. XII, 542 d; Poll. 1, 80. – Grundstück, Inscr. I p. 287, 5. – Bei Sp. der Grundtext, Urschrift.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἔδαφος — bottom neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • έδαφος — το 1. το ανώτατο στρώμα του γήινου φλοιού, η επιφάνεια όπου πατούμε, ζούμε, χτίζουμε κτλ., η γη: Ορεινό έδαφος. 2. το μονόχρωμο ή πολύχρωμο πεδίο ζωγραφικού πίνακα, όπου ζωγραφίζονται οι διάφορες παραστάσεις, το βάθος, το φόντο. 3. έκταση γης,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βρετανικό Έδαφος του Ινδικού Ωκεανού — (British Indian Ocean Territory). Αρχιπέλαγος (220 τ. χλμ., περ. 1.500 κάτ.) του Ινδικού ωκεανού, ΒΑ του Μαυρικίου. Το Β.Ε. του Ι.Ω. αποτελεί βρετανική αποικία από τις 10 Νοεμβρίου 1965, αν και σήμερα αποτελεί αμφισβητούμενο έδαφος (με αξιώσεις… …   Dictionary of Greek

  • ἐδάφει — ἔδαφος bottom neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐδάφεϊ , ἔδαφος bottom neut dat sg (epic ionic) ἔδαφος bottom neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὔδαφος — ἔδαφος , ἔδαφος bottom neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τὤδαφος — ἔδαφος , ἔδαφος bottom neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδαφίων — ἔδαφος bottom neut gen pl (doric) ἐδάφιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδαφῶν — ἔδαφος bottom neut gen pl (attic epic doric) ἐδαφόω establish pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐδαφόω establish pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐδαφόω establish pres part act masc nom sg ἐδαφόω establish pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδάφεος — ἔδαφος bottom neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδάφεσι — ἔδαφος bottom neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”