- ἔξεστις
ἔξεστις, ἡ, = ἔξαστις, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔξεστις, ἡ, = ἔξαστις, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έξεστις — ἔξεστις, η (Α) η έξαστις. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έξαστις] … Dictionary of Greek
έξαστις — ἔξαστις και ἔξεστις, η (Α) 1. παρυφή, ούγια 2. κρόσσι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι έξαστίς < *εξ αν στις < εξανίστημι με αποκοπή και απώλεια τού έρρινου δεν είναι ικανοποιητική. Πρόκειται πιθ. για όνομα δηλωτικό… … Dictionary of Greek