- παν-τρόφος
παν-τρόφος, allnährend, = παντοτρόφος; Orph. H. 25, 2; γᾶ παντρόφε, Mel. 109 (VII, 476).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-τρόφος, allnährend, = παντοτρόφος; Orph. H. 25, 2; γᾶ παντρόφε, Mel. 109 (VII, 476).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντρόφος — ον, Α αυτός που τρέφει τους πάντες και τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. παντο τρόφος] … Dictionary of Greek
σηροτρόφος — ο, Ν αυτός που ασχολείται με την σηροτροφία, που εκτρέφει μεταξοσκώληκες και παράγει βομβύκια, κουκούλια, που είναι η πρώτη ύλη τού μεταξιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήρ, σηρός «μετάξι, μεταξοσκώληκας» + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος. Η λ.… … Dictionary of Greek