ἔξαστις

ἔξαστις

ἔξαστις, ιος, ἡ, auch ἔξεστις (vgl. Lob. Paralipp. p. 441), herausstehende Fäden am Gewebe, um Troddeln zu machen, auch die Fäden, die beim Zerzupfen der Leinwand zu Charpie entstehen, Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έξαστις — ἔξαστις και ἔξεστις, η (Α) 1. παρυφή, ούγια 2. κρόσσι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι έξαστίς < *εξ αν στις < εξανίστημι με αποκοπή και απώλεια τού έρρινου δεν είναι ικανοποιητική. Πρόκειται πιθ. για όνομα δηλωτικό… …   Dictionary of Greek

  • έξεστις — ἔξεστις, η (Α) η έξαστις. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έξαστις] …   Dictionary of Greek

  • άναλκις — ἄναλκις ( ιδος), ο, η (Α) 1. ασθενής, αδύναμος, ανίσχυρος 2. άνανδρος, δειλός, απειροπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκή «δύναμη». Τό ι τού τ. είναι σπάνιο και πολύ παλαιό. Η λ. στην αιτιατ. απαντά και ως ἀνάλκιδα (Ιλ. Θ 153 κ.α.) και ως ἄναλκιν (Οδ. γ… …   Dictionary of Greek

  • προμνηστίνοι — αι, οἱ, αἱ, ΜΑ (επικ. τ.) 1. οι αλλεπάλληλοι 2. (κατά τον Ησύχ.) «προμνηστῑναι ἐπὶ μίαν ἀπὸ τοῡ προσμένειν» 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «προμνηστῑνοι κατὰ τάξιν, ἐφεξῆς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ …   Dictionary of Greek

  • stā- : stǝ- —     stā : stǝ     English meaning: to stand     Deutsche Übersetzung: ‘stehen, stellen”     Note: reduplicated si stü , extended stüi : stī̆ , stüu : stū̆ and st eu     Material: A. O.Ind. tiṣṭhati, Av. hištaiti, ap. 3. sg. Impf. a ištata… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”