ἔγ-κλημα

ἔγ-κλημα

ἔγ-κλημα, τό, die Beschuldigung, der Vorwurf; Soph. Phil. 523; ἔγκλημα καὶ αἰτίαν ἑτοιμάσας Trach. 360; vgl. Plat. Phil. 22 c; εἴς τινα, gegen Jemand, Thuc. 4, 79; τινὸς ἔγκλημα ἔχειν, worüber, 1, 26; ἐγκλήματα ποιεῖν, = ἐγκαλεῖν, Thuc. 3, 43; ποιεῖσϑαι 1, 126; ὑπέρ τινος Lys. 3, 1; γράφειν Plat. Legg. X, 910 b u. oft bei Rednern; τὰ πρός τινα ἐγκλήματα Dem. 1, 7, wie Plat. Legg. III, 685 c; ἔγκλημα γίγνεταί μοι, ich werde beschuldigt, Lys. 16, 10, wie ἐν ἐγκλήματι γίγνεσϑαι, Dem. 18, 251; Arist. Nic. 9, 1; der Schimpf, Xen. Oec. 11, 3. – Die Anklageschrift selbst, Oratt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κλήμα — Κλήμᾱ , Κλήμης masc nom/voc/acc dual Κλήμᾱ , Κλήμης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλῆμα — twig neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήμα — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • κλήμα — το, ατος 1. αμπέλι. 2. καθένα από τα κλαδιά του αμπελιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κλῆμα — Κλήμης masc voc sg Κλήμης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CLEMA — Graece κλῆμα, species vitis, ut ait Ammonius, sive palmes, pampinus seu putius sarmentum erat, Centurionatus apud Romanos insigne. Hinc κλῆμα ἑκατοντάρχιον Plutarcho, in Galba dictum. De quo sic Euseb. Histor. Eccles. l 7. c. 14. Marius unus ex… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κλημάτιον — κλημάτιον, τὸ (Α) [κλήμα] (υποκορ. τού κλήμα) μικρό κλήμα, κληματάκι …   Dictionary of Greek

  • κληματίδιον — κληματίδιον, τὸ (Μ) (υποκορ. τού κλήμα) μικρό κλήμα, μικρός κλάδος, κληματσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατoς + υποκορ. κατάλ. ίδιον*] …   Dictionary of Greek

  • Αγκαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λυκούργου και της Κλεοφίλης ή της Ευρυνόμης από την Τεγέα. Ο Α. φημιζόταν ως ένας από τους δυνατότερους (μετά τον Ηρακλή) ήρωες της Αρκαδίας. Ήταν πατέρας του Αγαπήνορα, ενός από τους μνηστήρες της Ελένης… …   Dictionary of Greek

  • κλήμαθ' — κλή̱ματα , κλῆμα twig neut nom/voc/acc pl κλή̱ματι , κλῆμα twig neut dat sg κλή̱ματε , κλῆμα twig neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Peparethos — Gemeinde Skopelos Δήμος Σκοπέλου (Σκόπελος) DEC …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”