ἔκ-γελως

ἔκ-γελως

ἔκ-γελως, ωτος, ὁ, das laute Auflachen, Poll. 6, 199.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» …   Dictionary of Greek

  • γέλως — γέλω̆ς , γέλως laughter masc acc pl γέλω̆ς , γέλως laughter masc nom sg γέλως laughter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρδώνιος γέλως. — σαρδώνιος γέλως. См. Сардонический смех …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἄσβεστος γέλως. — ἄσβεστος γέλως. См. Гомерический смех …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σαρδόνιος γέλως — (σαρδόνιο γέλιο). Η φράση προέρχεται από το φυτό sardonia herba (χόρτο της Σαρδηνίας). Οι παλιότεροι πίστευαν πως το φυτό αυτό προκαλούσε νευρικό γέλιο. Γι’ αυτό και σ.γ. σημαίνει πικρό ή ειρωνικό γέλιο …   Dictionary of Greek

  • γέλω — γέλως laughter dat sg (epic) γέλως laughter masc dat sg γέλω̆ , γέλως laughter masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελώτοιν — γέλως laughter masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελώτων — γέλως laughter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλωσι — γέλως laughter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλωσιν — γέλως laughter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλωτα — γέλως laughter masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”