ἔγ-καφος

ἔγ-καφος

ἔγ-καφος, ὁ, (ἐγκάπτω), ein Schluck, VLL.; λέλειπται οὐδ' ἔγκ. aus Eupolis.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάφος — κάφος, ὁ (Α) πνεύμα, αναπνοή …   Dictionary of Greek

  • Maniots — Part of a series on Greeks …   Wikipedia

  • κάπος — (I) κάπος και κάπυς και κάφος, ὁ (Α) πνοή, αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καπ (πρβλ. καπ νός)]. (II) κᾱπος, ὁ (Α) δωρ. τ. τού κήπος. (III) ο 1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός 2. (επί αγγλοκρατίας στα Επτάνησα) καθένας από τους επιστάτες τής τάξης οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… …   Dictionary of Greek

  • ciumă — CIÚMĂ, ciume, s.f. 1. Boală infecţioasă şi epidemică foarte gravă, caracterizată prin febră mare, diaree, delir, tumefacţii ale ganglionilor etc.; pestă. 2. fig. Persoană foarte urâtă (şi foarte rea). 3. fig. Mizerie, năpastă, nenorocire mare. ♢… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”