παμ-πληθής

παμ-πληθής

παμ-πληθής, ές, mit der ganzen Menge; οἱ δ' ἀνέβησαν παμπληϑεῖς Ἀρκάδες, Xen. Hell. 6, 5, 26; Plut. Pomp. 34. Auch = πάμπολυς, sehr viel, Lys. 32, 22; παμπληϑεῖς Ἀργείων ἀπώλεσε, Isocr. 12, 169; Plat. Legg. VI, 782 b; Arist. H. A. 6, 13 u. Folgde. – Das neutr., adverbial gebraucht, wird auch πάμπληϑες geschrieben, Dem. 19, 19; Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυπληθής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει μεγάλο πλήθος, ο πολυάριθμος («πολυπληθής συγκέντρωση») αρχ. (για άνθρωπο) πληθωρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. μυριο πληθής, παμ πληθής] …   Dictionary of Greek

  • περιπληθής — ές, Α 1. ο υπέρμετρα γεμάτος από ανθρώπους («νῆσός τις... οὔ τι περιπληθὴς λίην τόσον, ἀλλ ἀγαθή», Ομ. Οδ.) 2. γεμάτος, πλήρης από κάτι («περιπληθέστατος καρπῶν», Φίλ.) 3. (για λόγο) αυτός που έχει ουσιαστικό περιεχόμενο 4. αυτός που είναι πολύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”