ἔμ-πυρος

ἔμ-πυρος

ἔμ-πυρος, im Feuer; – a) von Pind. an, Brandopfer, aus deren Flamme geweissagt wird, ἐμπύροις τεκμαίρεσϑαι Ol. 8, 3, vgl. I. 3, 87; so Soph. El. 397 Ant. 992, wo das Verfahren ausführlicher erwähnt ist (B. A. 247 αἱ διὰ πυρὸς ϑυσίαι; VLL. τὰ καιόμενα ἱερά; bei Dion. Hal. 2, 25 ἔμπυρος ϑυσία); ἐμπύρων εἶδες φλόγα Eur. Suppl. 167; dah. δι' ἐμπύρων σπονδὰς καϑεῖναι I. A. 59; ἔμπυρα σήματ' ἰδέσϑαι Ap. Rh. 1, 145; in später Prosa: κατάρας ἐπὶ τῶν ἐμπύρων ποιεῖσϑαι Pol. 16, 31, 7; ὁρκωϑῆναι ἐπὶ ἐμπ. App. Hisp. 9, 1 u. A. So auch ἡ ἔμπυρος τέχνη Eur. Phoen. 954; βωμός, auf dem Opferfeuer brennt, Archi. 16 (X, 7). – b) Alles, was am oder im Feuer gearbeitet wird, Ggstz ἄπυρος; Plat. Polit. 287 e; ἔμπυρα σκεύη Legg. III, 679 a; τέχνη τοῠ Ἡφαίστου, Kunst der Feuerarbeiter, Prot. 321 e. Bei Eur. Phoen. 1186, ἔμπυρος πίπτει νεκρός, = durch den Blitz verbrannt. Auch = brennend, ὀρϑοστάται Eur. Hel. 547; λαμπάς Ep. ad. 123 (VI, 100); ἠέλιος Leon. Tar. 49 (IX, 24); gekocht, gebraten, σάρξ Qu. Haec. 8 (VI, 89). Der Sonne ausgesetzt, heiß, Theophr. öfter, χώρα Strab.; ὁδοιπορία D. Sic. 19, 19; übertr., feurig, καὶ ἀκμάζων βασιλεύς Plut. Num. 5. – c) an Fieberhitze leidend, Medic. – Adv. ἐμπύρως, feurig, ἐρᾶν Poll. 3, 68.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… …   Dictionary of Greek

  • πυρός — πῦρ fire neut gen sg πῡρός , πυρός wheat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γη του Πυρός — (ισπαν. Tierra del Fuego, Onasin στη διάλεκτο των ντόπιων ιθαγενών ‘Oνας). Αρχιπέλαγος (73.753 τ. χλμ.) της Νότιας Αμερικής, μεταξύ του Ειρηνικού ωκεανού στα Δ και του Ατλαντικού στα Α, το οποίο χωρίζεται από την ηπειρωτική ξηρά από το Στενό του… …   Dictionary of Greek

  • Κᾶν με χρῆ, διὰ τοῦ πυρὸς Ἐθέλω βαδίζειν. — См. Сквозь огонь и воду …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • огньныи — (238) пр. 1.Огненный, горящий огнем, пылающий: си рѣкѧ всѧ смольна. а вълны ѥ˫а всѧ огньны. СбТр XII/XIII, 34 об.; тъ въвьрженъ бѹдеть въ пещь ѡгньнѹ. ПрЛ 1282, 96а; внезапѹ же вѣтръ припадъ. огньныи пламень. на чюж(д)ю нивѹ… принесе. (τὴν τοῦ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • ολιγόπυρος — (I) ὀλιγόπυρος, ον (Α) αυτός που έχει λίγους κόκκους σίτου («στάχυς μικρὸς καὶ ὀλιγόπυρος», Θεόφρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. πολύ πυρος)]. (II) ὀλιγόπυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λίγη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”