ἔρος — 1 love masc nom sg ἔρος 2 wool neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ερός — ή, ό (AM ερός, ά, όν) 1. παραγωγικό επίθημα επιθέτων που σημαίνει πλησμονή, π.χ. θλιβερός, βροχερός, φθονερός κ.λπ. 2. στο ουδ. ουσιαστικών σημαίνει το όργανο ή το δοχείο όπου περιέχεται αυτό που δηλώνει το θέμα, π.χ. πατερό (ο ληνός, το… … Dictionary of Greek
έρος — (I) ἔρος, ὁ (Α) ποιητ. τ. αντί έρως, βλ. έρωτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού έρως*]. (II) ἔρος, τὸ και ιων. τ. εἶρος (Α) (μόνο εν συνθέσει) το έριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. τού είρος «ἐριο, μαλλί»] … Dictionary of Greek
πολυδάηρ — έρος, ἡ, Α αυτή που έχει πολλούς γυναικάδελφους, πολλούς κουνιάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δαήρ «κουνιάδος»] … Dictionary of Greek
προπατήρ — έρος, ὁ, Α ο προπάτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πατήρ] … Dictionary of Greek
συμπατήρ — έρος, ὁ, Μ [πατήρ] ο από κοινού πατέρας … Dictionary of Greek
φιλομήτηρ — ερος, ὁ, ἡ, Α φιλομήτωρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μήτηρ (< μήτηρ, βλ. λ. μητέρα), πρβλ. δυσ μήτηρ] … Dictionary of Greek
φιλοπάτηρ — ερος, ὁ, ἡ, Α φιλοπάτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πάτηρ (< πατήρ*), πρβλ. ὁμο πάτηρ] … Dictionary of Greek
φράτηρ — ερος, και δωρ. τ. φρατήρ, ήρος, και ιων. τ. φρήτηρ, ος, και φράτωρ, ορός, ὁ, Α 1. μέλος φράτρας 2. είδος μικρού πτηνού («τὸ γένος κοσσύφων φράτωρ», Αιλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδελφός» 4. φρ. α) «φύω φράτερας» ωριμάζω ως πολίτης, γίνομαι ώριμος… … Dictionary of Greek
ἔρεα — ἔρος 2 wool neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρεε — ἔρος 2 wool neut nom/voc/acc dual (epic ionic) ἐρέω love pres imperat act 2nd sg (epic ionic) ἐρέω love imperf ind act 3rd sg (epic ionic) ῥέω flow imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)