ἔπ-αινος

ἔπ-αινος

ἔπ-αινος, , Zustimmung, Beifall, Lob, Pind. frg 174; ἐπαίνου τυχεῖν Soph. Ant. 661; Ai. 525 auch im plur., O. C. 724, auch in Prosa nicht selten; Ggstz ψόγος, Plat. Polit. 287 a; λόγος ἔπαι νος Conv. 177 d Phaedr. 260 b; Ἡρακλέους ἐπ αίνους καταλογάδην συγγράφω Conv. 177 b ἔπαινον ἐπαινεῖν Lach. 181 b; εἰπεῖν Phaedr 243 d; ποιεῖσϑαι 260 c; περί, ὑπέρ, auch κατὰ τινος, Plat.; οἱ κατὰ Δημοσϑένους ἔπαινοι, die ihm gespendeten Lobeserhebungen, Aesch. 3, 50.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αἰνός — dread masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἶνος — tale masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἶνος — tale masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίνος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek

  • άινος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek

  • αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Αίνος — Sp Ènas Ap Αίνος/Ainos L k. ir nac. parkas Kefalinijos s., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • αἰνά — αἰνός dread neut nom/voc/acc pl (epic ionic) αἰνά̱ , αἰνός dread fem nom/voc/acc dual (epic ionic) αἰνά̱ , αἰνός dread fem nom/voc sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνότερον — αἰνός dread adverbial comp (epic ionic) αἰνός dread masc acc comp sg (epic ionic) αἰνός dread neut nom/voc/acc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνόν — αἰνός dread masc acc sg (epic ionic) αἰνός dread neut nom/voc/acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνότατα — αἰνός dread adverbial superl (epic ionic) αἰνός dread neut nom/voc/acc superl pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”