ἑάαν

ἑάαν

ἑάαν, var. lect. Hom. Odyss. 5, 290, s. s. v. ἑῶμεν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐάαν — ἐάω suffer pres inf act (epic) ἐάᾱν , ἐάω suffer pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτήριος — θελκτήριος, ον (Α) [θελκτήρ] 1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει 2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός («ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» το μαγικό βέλος τού οφθαλμού, Αισχύλ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριον α) (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”