ἑδώλιον — seat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδωλίοις — ἑδώλιον seat neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδωλίοισι — ἑδώλιον seat neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδωλίου — ἑδώλιον seat neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδωλίων — ἑδώλιον seat neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδωλίῳ — ἑδώλιον seat neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδώλια — ἑδώλιον seat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εδώλιο — το (Α ἐδώλιον) νεοελλ. 1. έδρα, θρανίο 2. «εδώλιο κατηγορουμένου» το κάθισμα όπου κάθεται ο κατηγορούμενος αρχ. 1. διαμονή, κατοικία 2. τα καθίσματα τών κωπηλατών ή είδος ψηλότερου καταστρώματος στην πρύμνη και την πρώρα 3. ιστοδόκη 4. (στο… … Dictionary of Greek
πρωρατικός — ή, ό / πρῳρατικός, ή, όν, ΝΑ [πρῳράτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωράτη («πρῳρατικὸν ἑδώλιον», Πολυδ.) νεοελλ. φρ. α) «πρωρατικά έργα» εργασίες που εκτελούνται στο πλοίο ή στον ναύσταθμο υπό την επίβλεψη τών πρωρέων ή ναυκλήρων, όπως… … Dictionary of Greek
φειδώλιον — Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) «δίφρος, σφέλας, χόρτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < φειδωλός. Η σύνδεση τού τ. με την οικογένεια τού φείδομαι δικαιολογείται πιθ. μέσω μιας σημ. «αυτός που φροντίζει, εξασφαλίζει ανάπαυση, ξεκούραση», όσον αφορά τη σημ. «δίφρος,… … Dictionary of Greek
θἀδώλια — ἑδώλια , ἑδώλιον seat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)