ἑδώλιον

ἑδώλιον

ἑδώλιον, τό (ἕδος), Sitz, Aufenthalt, Wohnung, nur im plur.; πωλικά, νυμφικά, Aesch. Spt. 436 Ch. 69; ἀρχαιόπλουτα Soph. El. 1385, von Suid. ἑδράσματα, οἰκήματα erkl.; ναυτικά Soph. Ai. 1256, Schol. σανιδώματα, Schiffsgebälk; Ruderbänke, Eur. Hel. 1571; στάντα ἐν τοῖς ἑδωλίοισι, auf dem Verdeck, Her. 1, 24; Suid. erkl. ὑποστρώματα. Nach Poll. 4, 132 Sitze im Theater.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἑδώλιον — seat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδωλίοις — ἑδώλιον seat neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδωλίοισι — ἑδώλιον seat neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδωλίου — ἑδώλιον seat neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδωλίων — ἑδώλιον seat neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδωλίῳ — ἑδώλιον seat neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδώλια — ἑδώλιον seat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εδώλιο — το (Α ἐδώλιον) νεοελλ. 1. έδρα, θρανίο 2. «εδώλιο κατηγορουμένου» το κάθισμα όπου κάθεται ο κατηγορούμενος αρχ. 1. διαμονή, κατοικία 2. τα καθίσματα τών κωπηλατών ή είδος ψηλότερου καταστρώματος στην πρύμνη και την πρώρα 3. ιστοδόκη 4. (στο… …   Dictionary of Greek

  • πρωρατικός — ή, ό / πρῳρατικός, ή, όν, ΝΑ [πρῳράτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωράτη («πρῳρατικὸν ἑδώλιον», Πολυδ.) νεοελλ. φρ. α) «πρωρατικά έργα» εργασίες που εκτελούνται στο πλοίο ή στον ναύσταθμο υπό την επίβλεψη τών πρωρέων ή ναυκλήρων, όπως… …   Dictionary of Greek

  • φειδώλιον — Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) «δίφρος, σφέλας, χόρτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < φειδωλός. Η σύνδεση τού τ. με την οικογένεια τού φείδομαι δικαιολογείται πιθ. μέσω μιας σημ. «αυτός που φροντίζει, εξασφαλίζει ανάπαυση, ξεκούραση», όσον αφορά τη σημ. «δίφρος,… …   Dictionary of Greek

  • θἀδώλια — ἑδώλια , ἑδώλιον seat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”