ἑξά-χορδος

ἑξά-χορδος

ἑξά-χορδος, sechssaitig, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεντάχορδος — η, ο / πεντάχορδος, ον, ΝΜΑ 1. (για μουσικά όργανα) αυτός που έχει πέντε χορδές 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάχορδο αρχαίο ελληνικό μουσικό όργανο σκυθικής προέλευσης με πέντε χορδές το οποίο παιζόταν με πλήκτρο 3. φρ. «πεντάχορδο μουσικό σύστημα» ή …   Dictionary of Greek

  • τετράχορδος — η, ο / τετράχορδος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερεις χορδές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τετράχορδο α) έγχορδο μουσικό όργανο με τέσσερεις χορδές β) ανιούσα διαδοχή τεσσάρων φθόγγων Ι αρχ. το ουδ. ως ουσ. μουσική κλίμακα που περιλαμβάνει δύο τόνους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”