- ἑξά-χειρ
ἑξά-χειρ, ειρος, sechshändig, Luc. Hermot. 74 Tox. 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑξά-χειρ, ειρος, sechshändig, Luc. Hermot. 74 Tox. 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξάχειρ — ἑξάχειρ, ο, η και ἑξάχειρος, ον (Α) αυτός που έχει έξι χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χειρ] … Dictionary of Greek
θρασύχειρος — θρασύχειρος, ὁ (Α) θρασύχειρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + χειρος (< χειρ), πρβλ. εξά χειρος, ιδιό χειρος] … Dictionary of Greek