- ἑξά-στῡλος
ἑξά-στῡλος, mit sechs Säulen, Vitruv. 3, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑξά-στῡλος, mit sechs Säulen, Vitruv. 3, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξάστυλος — η, ο (AM ἑξάστυλος, ον) 1. αυτός που έχει έξι στύλους 2. (για αρχαίους ναούς) αυτός που έχει έξι κίονες στην πρόσοψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + στύλος] … Dictionary of Greek