- ἑξηκοντα-ετής
ἑξηκοντα-ετής, Hippocr., zsgzg. ἑξηκοντούτης, ές, sechzigjährig, Plat. Legg. VI, 755 a VII, 812 b a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑξηκοντα-ετής, Hippocr., zsgzg. ἑξηκοντούτης, ές, sechzigjährig, Plat. Legg. VI, 755 a VII, 812 b a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξηκονταετής — ές (AM εξηκονταέτης, ες) αυτός που έχει ηλικία εξήντα ετών νεοελλ. 1. αυτός που έχει χρονική διάρκεια εξήντα ετών 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο εξηκονταετής, η εξηκονταέτις ηλικίας εξήντα ετών ο εξηντάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκοντα + ετής (< … Dictionary of Greek
εξηκοντούτης — ο (θηλ. εξηκοντούτις) (AM ἑξηκοντούτης, ες) ηλικίας εξήντα ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκοντα + ετής, με συναίρεση] … Dictionary of Greek