ὑδατόεις

ὑδατόεις

ὑδατόεις, εσσα, εν, wässerig, wasserartig, durchsichtig, dünn wie Wasser; καλύπτρα, Nic. 3 (VI, 270); δόμος, Hermocreo 1 (IX, 327); ἴασπις, D. Per. 782; κόρη Διός, Ep. ad. 194 (App. 323), von einer Najade gesagt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑδατόεις — watery masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδατόεις — εσσα, εν, ΜΑ υδατώδης αρχ. (για ένδυμα ή για εξάρτημα ενδυμασίας) διαφανής σαν το νερό, λεπτός («ὑδατόεσσα καλύπτρη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • ὑδατόεντα — ὑδατόεις watery neut nom/voc/acc pl ὑδατόεις watery masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδατόεντας — ὑδατόεις watery masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδατόεντες — ὑδατόεις watery masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδατόεντι — ὑδατόεις watery masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδατόεντος — ὑδατόεις watery masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδατόεσσα — ὑδατόεις watery fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδατόεσσαν — ὑδατόεις watery fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδατοέσσας — ὑδατοέσσᾱς , ὑδατόεις watery fem acc pl ὑδατοέσσᾱς , ὑδατόεις watery fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”