- ὑγιηρός
ὑγιηρός, gesund, d. i. – 1) der Gesundheit zuträglich, förderlich, heilsam, Pind. πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρόν, N. 3, 17. – 2) bei voller Gesundheit, sich wohl befindend, kräftig, ὑγιηρότατοι, Her. 4, 187; B. A. 115.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑγιηρός, gesund, d. i. – 1) der Gesundheit zuträglich, förderlich, heilsam, Pind. πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρόν, N. 3, 17. – 2) bei voller Gesundheit, sich wohl befindend, kräftig, ὑγιηρότατοι, Her. 4, 187; B. A. 115.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑγιηρός — Aër. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγιηρός — ά, όν, Α 1. ωφέλιμος στην υγεία, υγιεινός 2. (για πρόσ.) υγιής. επίρρ... ὑγιηρῶς Α με υγεία, υγιώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής, αναλογικά προς το νοσ ηρός] … Dictionary of Greek
ὑγιηρά — ὑγιηρός Aër. neut nom/voc/acc pl ὑγιηρά̱ , ὑγιηρός Aër. fem nom/voc/acc dual ὑγιηρά̱ , ὑγιηρός Aër. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιηρότερον — ὑγιηρός Aër. adverbial comp ὑγιηρός Aër. masc acc comp sg ὑγιηρός Aër. neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιηρῶν — ὑγιηρός Aër. fem gen pl ὑγιηρός Aër. masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιηρόν — ὑγιηρός Aër. masc acc sg ὑγιηρός Aër. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιηρότατον — ὑγιηρός Aër. masc acc superl sg ὑγιηρός Aër. neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιηροτάτους — ὑγιηρός Aër. masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιηροί — ὑγιηρός Aër. masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιηροῦ — ὑγιηρός Aër. masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιηρῆς — ὑγιηρός Aër. fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)