- ὑγρό-φθογγος
ὑγρό-φθογγος, λάγυνος, eine Flasche, die beim Ausgießen von der darin befindlichen Flüssigkeit ertönt, also glucksend, M. Arg. 21, 3 (6, 248).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑγρό-φθογγος, λάγυνος, eine Flasche, die beim Ausgießen von der darin befindlichen Flüssigkeit ertönt, also glucksend, M. Arg. 21, 3 (6, 248).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίφθογγος — ον, Α μτφ. αυτός που ξεστομίζει πύρινα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φθογγος (< φθόγγος < φθέγγομαι), πρβλ. μελί φθογγος, υγρό φθογγος] … Dictionary of Greek
ισόφθογγος — ἰσόφθογγος, ον (Α) αυτός που έχει ίσους φθόγγους, δηλαδή αυτός που ηχεί με ήχους ή φωνές όμοιου ύψους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φθόγγος (< φθόγγος), πρβλ. ηδύ φθογγος, υγρό φθογ γος] … Dictionary of Greek
στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως … Dictionary of Greek
Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… … Dictionary of Greek