- ὑός
ὑός, ὁ, = υἱός, ungebräuchlich, Lob. Phryn. 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑός, ὁ, = υἱός, ungebräuchlich, Lob. Phryn. 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑός — ὗς the wild swine masc/fem gen sg υἱός huihus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσανοβότρυς — υος, ο βοτ. σύνθετη ταξιανθία από θυσάνους (φούντες) και βότρυς (τσαμπιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + βότρυς] … Dictionary of Greek
πεντακοσιοστύς — ύος, ἡ ΜΑ άθροισμα ή ποσότητα πεντακοσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσιοι + επίθημα (σ)τύς (πρβλ. εκατο στύς, μυριο στύς)] … Dictionary of Greek
πεντεχιλιοστύς — ύος, ἡ, Μ η αφηρημένη έννοια τού αριθμού πέντε χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε + χίλιοι + επίθημα στύς (πρβλ. μυριο στύς)] … Dictionary of Greek
πεντηκοστύς — ύος, ἡ, Α 1. σύνολο πενήντα ομοειδών μονάδων 2. υποδιαίρεση, μονάδα τού σπαρτιατικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκο ντα + κατάλ. στύς (πρβλ. μυριο στύς)] … Dictionary of Greek
πιτύμυς — υος, ο, Ν ζωολ. γένος αρουραίων που απαντούν και στην Ελλάδα … Dictionary of Greek
πλαγκτύς — ύος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) περιπλάνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ τού πλάζω* + επίθημα τύς (πρβλ. οργη τύς)] … Dictionary of Greek
πληθύς — ύος, ἡ, ΜΑ πλήθος, μεγάλος αριθμός ανθρώπων ή πραγμάτων, πληθώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πλῆθος και έχει πιθ. σχηματιστεί από το ρ. πληθύνομαι, αν δεχθούμε ότι αυτό παράγεται απευθείας από το πλῆθος (βλ. πληθύνω)] … Dictionary of Greek
ποθητύς — ύος, ἡ, Α σφοδρός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποθῶ με δυσερμήνευτο επίθημα ητ ύς] … Dictionary of Greek
πρακτύς — ύος, ή, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ τού πράττω* + επίθημα τύς (πρβλ. αρπακ τύς)] … Dictionary of Greek
πτερόμυς — υος, ο, Ν ζωολ. γένος σκίουρων που έχουν την ικανότητα να αεροολισθαίνουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pteromys (< πτερό + μυς)] … Dictionary of Greek