ἑός

ἑός

ἑός, ή, όν, ion. u. ep. = ὅς, sein, ihr, Hom. u. sp. D.; auch Eur. El. 1206; verstärkt: ἑοὶ αὐτοῦ ϑῆτες, seine eigenen Taglöhner, Od. 4, 643; ἑῷ αὐτοῦ ϑυμῷ, in seinem eignen Gemüthe, Il. 10, 204, was später ἑαυτοῦ. – Bei Hes. O. 58 = σφέτερος, u. so öfter bei sp. Ep., wie Ap. Rh. Auch = ἐμός, Ap. Rh. 1, 285. 2, 226; = σός, 2, 634. 3, 140 u. öfter; Theocr. 17, 50; Mosch. 4, 77 u. a. sp. D.; = ἡμέτερος, Ap. Rh. 4, 203; = ὑμέτερος, 2, 332. 3, 267; vgl. Wolf proleg. CCXLVII ff.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • .εός — ἑός , ἑός his masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εός — ἐός, ή, όν (Α) 1. (κτητ. αντων. γ εν. προσ.) δικός του, της, του 2. (κτητ. αντων. γ πληθ. προσ.) δικός τους 3. δικός μου 4. δικός σου 5. δικός μας 6. δικός σας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ε] …   Dictionary of Greek

  • ἑός — his masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑά — ἑός his neut nom/voc/acc pl ἑά̱ , ἑός his fem nom/voc/acc dual ἑά̱ , ἑός his fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑῶν — ἑός his fem gen pl ἑός his masc/neut gen pl ἠώς dawn fem gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑόν — ἑός his masc acc sg ἑός his neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανίρευς — εος, ό, Α τίτλος ιερέα στη Μυτιλήνη …   Dictionary of Greek

  • πίσσανθος — εος και ους, τὸ, Α ελαιώδες υγρό που ανέρχεται στην επιφάνεια, όταν η ωμή πίσσα αφεθεί σε ένα μέρος για αρκετό χρόνο, το πισσέλαιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄνθος] …   Dictionary of Greek

  • πλάγος — εος και ους, τὸ, Α (δωρ. λ.) το πλάγιο μέρος, η πλευρά, το πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. πλάγιος*, πιθ. κατά το πλάτος] …   Dictionary of Greek

  • πλέκος — εος και ους, τὸ, Α [πλέκω] καθετί το πλεγμένο, πλέγμα …   Dictionary of Greek

  • πνίγος — εος, τὸ, Α 1. πνιγμός, πνιγμονή 2. πνιγηρός καύσωνας («ἐν κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ τὸ πνῑγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον», Θουκ.) 3. ένα από τα επτά μέρη τής παράβασης στην αττική κωμωδία, που ονομαζόταν έτσι γιατί έπρεπε να διαβαστεί με μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”