πελαγισμός

πελαγισμός

πελαγισμός, ὁ, = ναυσία, Seekrankheit, gew. im plur., Alciphr. 2, 4. Auch πελάγισμα, Tzetz.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πελαγισμός — ὁ, Α [πελαγίζω] 1. ο κλυδωνισμός, το κούνημα που γίνεται στο πέλαγος 2. η ναυτία, η ζάλη που προέρχεται από τον κλυδωνισμό στο πέλαγος …   Dictionary of Greek

  • πελαγισμῶν — πελαγισμός being at sea masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”