- ὑψί-θωκος
ὑψί-θωκος, = Vor., Synes. Hymn. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑψί-θωκος, = Vor., Synes. Hymn. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υψίθωκος — και ύψιθόωκος, ον, Α ὑψίθρονος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θῶκος «έδρα, κάθισμα»), πρβλ. ἐρημό θωκος] … Dictionary of Greek