ὑψί-κερας

ὑψί-κερας

ὑψί-κερας, ᾱτος, ὁ, ἡ, od. ὑψικέρᾱτος, = ὑψίκερως; ὑψικέρατα πέτραν, Pind. frg. 285, bei Ar. Nubb. 591.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλίκερας — καλλίκερας, θηλ. καλλικέρα (Α) ο καλλίκερως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κερας (< κέρας), πρβλ. οδοντό κερας, υψί κερας] …   Dictionary of Greek

  • υψίκερας — έρατος, και ιων. τ. ὑψικέρης, ητος, ὁ, ἡ, Α υψικόρυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κερας / κέρης (< κέρας), πρβλ. καλλί κερας] …   Dictionary of Greek

  • υψίκερως — ων, Α αυτός που έχει ψηλά κέρατα («ὑψίκερω... φάσμα ταύρου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κερως (< κέρας, ατος), πρβλ. ὀρθό κερως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”