ὑψί-κρημνος

ὑψί-κρημνος

ὑψί-κρημνος, mit hohen, steilen Abhängen; Hom. ep. 6, 5; πόλισμα, Aesch. Prom. 419; Her. vit. Hom. 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύκρημνος — ον, ΜΑ (για τόπο) αυτός που έχει πολλούς γκρεμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρημνος (< κρημνός «γκρεμός, φαράγγι»), πρβλ. βαθύ κρημνος, υψί κρημνος) …   Dictionary of Greek

  • υψίκρημνος — ον, Α 1. (για όρος) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, απότομος 2. (για πόλη) ο χτισμένος πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο («ὑψίκρημνον οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρημνός «γκρεμός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”