ὑψί-πεδος

ὑψί-πεδος

ὑψί-πεδος, mit hohem Boden, hochgelegen, ἕδος Pind. I. 1, 31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τετράπεδος — (I) ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερεις επιφάνειες ή από τέσσερεις πλευρές, τετράγωνος («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», Διόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. ὑψί πεδος]. (II) ον, Α αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • κραταίπεδος — κραταίπεδος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δάπεδο, σκληρό έδαφος («κραταίπεδον οὖδας» λιθόστρωτο έδαφος, Σχόλ. Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πεδος (< πέδον «πεδιάδα, έδαφος»), πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόπεδος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό («ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πεδος (< πέδον «έδαφος, δάπεδο»), πρβλ. βαθύ πεδος, ὑψί πεδος] …   Dictionary of Greek

  • μελάμπεδος — μελάμπεδος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο έδαφος, μαύρη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πέδον (πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος)] …   Dictionary of Greek

  • υψίπεδος — η, ο / ὑψίπεδος, ον, ΝΜΑ (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υψίπεδο επίπεδη, σχετικά, ορεινή περιοχή που βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο και κατ επέκταση εκτεταμένο οροπέδιο (α. «το υψίπεδο τού Θιβέτ» β. «τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”