- ὑψί-πυργος
ὑψί-πυργος, mit hohen Thürmen; Κόρινϑος Simonds. 85 (XIII, 26); Οἰχαλία Soph. Trach. 353; πατρίς Eur. Tr. 376; πόλις Aesch. Eum. 658; hoch wie ein Thurm, ἐλπίδες Suppl. 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑψί-πυργος, mit hohen Thürmen; Κόρινϑος Simonds. 85 (XIII, 26); Οἰχαλία Soph. Trach. 353; πατρίς Eur. Tr. 376; πόλις Aesch. Eum. 658; hoch wie ein Thurm, ἐλπίδες Suppl. 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υψίπυργος — ον, Α 1. αυτός που έχει ψηλούς πύργους 2. μτφ. ψηλός σαν πύργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πυργος (< πύργος), πρβλ. καλλί πυργος] … Dictionary of Greek