ὑψηλός

ὑψηλός

ὑψηλός, hoch, hoch gebau't, gelegen, erhaben; ϑάλαμος Od. 1, 426; πύργος Il. 3, 384, u. öfter; so von Gebäuden, wie Bergen, Bäumen u. vgl., von einem bergigen Hochlande, Her. 1, 110 u. sonst in Prosa, in diesem eigtl. Sinne; ὄλβος, κλέος, Pind. Ol. 2, 22 P. 3, 111; ἀρεταί Ol. 5, 1 I. 4, 45; στέγη Aesch. Ag. 871, u. A.; auch übtr., ὑψήλ' ἐκόμπεις Soph. Ai. 1209; ἵν' εἰδῇ μὴ 'πὶ τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ὑψηλὸς εἶναι Eur. Hipp. 730; ὁ ὄλβιός νιν ὑψηλὸν αἴρει Suppl. 555; ἡ εἰρήνη τὸν δῆμον ὑψηλὸν ἦρε Andoc. 3, 7; Aesch. 2, 174.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υψηλός — υψηλός, ή, ό και ψηλός, ή, ό και αψηλός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει ύψος μεγαλύτερο από το κανονικό ή από άλλον με τον οποίο συγκρίνεται: Υψηλό ανάστημα. 2. αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας, ορεινός: Υψηλή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑψηλός — high masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… …   Dictionary of Greek

  • ὑψηλά — ὑψηλός high neut nom/voc/acc pl ὑψηλά̱ , ὑψηλός high fem nom/voc/acc dual ὑψηλά̱ , ὑψηλός high fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλότερον — ὑψηλός high adverbial comp ὑψηλός high masc acc comp sg ὑψηλός high neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλοτάτων — ὑψηλός high fem gen superl pl ὑψηλός high masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλοτέραις — ὑψηλός high fem dat comp pl ὑψηλοτέρᾱͅς , ὑψηλός high fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλοτέρων — ὑψηλός high fem gen comp pl ὑψηλός high masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλοτέρως — ὑψηλός high adverbial comp ὑψηλός high masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλέστατον — ὑψηλός high masc acc superl sg ὑψηλός high neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλῶν — ὑψηλός high fem gen pl ὑψηλός high masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”