- ὑψι-βίας
ὑψι-βίας, ὁ, ion. ὑψιβίης, hochgewaltig, Corinna bei Hephaest. p. 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑψι-βίας, ὁ, ion. ὑψιβίης, hochgewaltig, Corinna bei Hephaest. p. 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυβίας — εὐρυβίας και εὐρυβίης, ὁ (Α) ευρυσθενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + βιας (< βία), πρβλ. κρατησι βίας, υψι βίας] … Dictionary of Greek
κρατησιβίας — κρατησιβίας, ὁ (Α) ρωμαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + βίας (< βία), πρβλ. ευρυ βίας, υψι βίας] … Dictionary of Greek
υψιβίας — και ιων. τ. ὑψιβίης, ὁ, Α αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βίας (< βία), πρβλ. ευρυ βίας] … Dictionary of Greek