- ὑψι-κόλωνος
ὑψι-κόλωνος, mit hohem Hügel, auf hohem Hügel gelegen, κίων Opp. Cyn. 4, 87.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑψι-κόλωνος, mit hohem Hügel, auf hohem Hügel gelegen, κίων Opp. Cyn. 4, 87.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρικόλωνος — ον, Α αυτός που έχει τρεις λόφους ή τρεις κορυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κολωνός «ύψωμα, λόφος, κορυφή» (πρβλ. ὑψι κόλωνος)] … Dictionary of Greek
υψικόλωνος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται πάνω σε ψηλό λόφο 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑψικόλωνον τραχεῑαν, ὑψηλήν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κολωνός «λόφος»] … Dictionary of Greek