- ὑψι-βόας
ὑψι-βόας, ὁ, der hoch od. laut Schreiende, kom. Froschname, Batrach. 205.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑψι-βόας, ὁ, der hoch od. laut Schreiende, kom. Froschname, Batrach. 205.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελιβόας — μελιβόας, ὁ (Α) αυτός που μιλάει ή κελαηδάει γλυκά, που έχει μελωδική φωνή, γλυκύφωνος («ἤδη δ εἰς ἔργα κυναγοὶ στείχουσι θηροφόνοι πηγαῑσί τ ἐπ Ὠκεανοῡ μελιβόας κύκνος ἀχεῑ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε βόας, υψι… … Dictionary of Greek
τηλεβόας — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. (παλαιότερα) χοάνη από λεπτό έλασμα χαλκού ή ορειχάλκου με μήκος 30 ώς 40 εκατοστόμετρα, ο λαιμός τής οποίας κατέληγε σε επιστόμιο από όπου ο χειριστής εκφωνούσε παραγγέλματα, συνθήματα ή οδηγίες, κν. χωνί 2. (μεταγενέστερα)… … Dictionary of Greek
υψιβόας — ὁ, Α (κωμική λ.) 1. αυτός που θοά δυνατά 2. όνομα βατράχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο βόας] … Dictionary of Greek