- ὑψι-τέλεστος
ὑψι-τέλεστος, in das Höchste eingeweiht, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑψι-τέλεστος, in das Höchste eingeweiht, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υψιτέλεστος — ον, ΜΑ αυτός που τελείται στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + τελεστός (< τελῶ), πρβλ. ἀρτι τέλεστος] … Dictionary of Greek