ὑψι-πέτης

ὑψι-πέτης

ὑψι-πέτης, , der hochfliegende; αἰετός Il. 12, 201. 219. 13, 822 Od. 20, 243, wie Soph. frg. 423; ὑψιπετᾶν ἀνέμων Pind. P. 3, 105; sp. D., wie Antp. Sid. 105 (VII, 172); weil sich auch ὑψιπετήεις findet, betrachteten einige Gramm. ὑψιπετής als hieraus zusammengezogen u. accentuirten ὑψιπετῆς, vgl. Hdn. bei Schol. Il. 12, 201 u. E. M. 786, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • ταχυπέτης — ο / ταχυπέτης ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών μσν. αρχ. (κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κακοπέτης — κακοπέτης, ες (Α) αυτός που πετά άσχημα («κακοπέτης δὲ καὶ χρόαν ἔχει μοχθηράν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + πέτης (< πέτομαι), πρβλ. υψι πέτης, ωκυ πέτης] …   Dictionary of Greek

  • μεσοπετής — μεσοπετής, ές (ΑM) αυτός που πετάει στο μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πετής (< πέτομαι), πρβλ. προ πετής, υψι πετής] …   Dictionary of Greek

  • οξυπετής — ὀξυπετής, ές (ΑΜ) αυτός που πετάει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πετής (< πέτομαι), πρβλ. υψι πετής] …   Dictionary of Greek

  • ουρανοπετής — οὐρανοπετής, ές (Α) αυτός που έπεσε από τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πετής (< πέτομαι), πρβλ. υψι πετής] …   Dictionary of Greek

  • τηλοπέτης — όπετες, Α (για σμήνος μελισσών) αυτός που πετάει μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + συνδετικό φωνήεν ο + πέτης (< πέτομαι* «πετώ»), πρβλ. ὑψι πέτης] …   Dictionary of Greek

  • τριπετής — ές, Α σχισμένος, χωρισμένος στα τρία («τριπετῆ πόσιν σύκων» ποτό παρασκευασμένο από ξηρά σύκα χωρισμένα σε τρία κομμάτια, Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πετής (πέτομαι), πρβλ. ὑψι πετής] …   Dictionary of Greek

  • χθαμαλοπετής — ές, Α αυτός που πετά χαμηλά, που δεν μπορεί να πετάξει ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθαμαλός + πετής (< πέτομαι), πρβλ. ὑψι πετής] …   Dictionary of Greek

  • υψιπετής — ές / ὑψιπετής, ές, ΝΜΑ αυτός που έπεσε από τον ουρανό ή, γενικά, από ψηλά, ουρανοκατέβατος νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους πτηνών·|| αρχ. υψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πετής (< πίπτω), πρβλ. χαμαι πετής] …   Dictionary of Greek

  • υψιπέτης — ο / ὑψιπέτης, ΝΜΑ, θηλ. υψιπέτις, ιδος, Ν, και δωρ. τ. ὑψιπέτας Α αυτός που πετάει στα ύψη νεοελλ. μτφ. αυτός που εκφράζει υψηλές έννοιες («υψιπέτις φαντασία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πέτης (< πέτομαι «πετώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”