- ὑψι-πέταλος
ὑψι-πέταλος, hochblätterig, hochbelaubt, Polyzel. bei Ath. VII, 370.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑψι-πέταλος, hochblätterig, hochbelaubt, Polyzel. bei Ath. VII, 370.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπέταλος — εὐπέταλος, ον, θηλ. και εὐπετάλεια (Α) 1. (για φυτό) αυτός που έχει ωραία πέταλα, ή φύλλα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπέταλον είδος δάφνης 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὐπέταλος πολύτιμος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέταλον (πρβλ. ελικο πέταλος, υψι πέταλος)] … Dictionary of Greek
υψιπέταλος — και ιων. και επικ. τ. ὑψιπέτηλος, ον, Α (κωμική λ.) (για την κράμβη) υψίκομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πέταλον (πρβλ. εὐ πέταλος)] … Dictionary of Greek