- ὑψι-παγής
ὑψι-παγής, ές, hoch befestigt, Σίπυλος, mit hohen Thürmen, Theodorid. 7 (Plan. 132).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑψι-παγής, ές, hoch befestigt, Σίπυλος, mit hohen Thürmen, Theodorid. 7 (Plan. 132).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμαιπαγής — ές, Α προσκολλημένος στη γη, κολλημένος στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + παγής (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ἀρτι παγής, ὑψι παγής] … Dictionary of Greek
υψιπαγής — ές, ΜΑ αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη («ὄγδοον ἔσκον ἔγωγε πελώριος ἐνθάδε τύμβος, ὑψιπαγής», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + παγής (< πήγνυμι), πρβλ. εὐ παγής] … Dictionary of Greek