- ὑψι-πόδης
ὑψι-πόδης, ὁ, poet. statt ὑψίπους, Nonn. D. 20, 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑψι-πόδης, ὁ, poet. statt ὑψίπους, Nonn. D. 20, 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υψιπόδης — ὁ, ΜΑ (ποιητ. τ.) ὑψίπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. πολυ πόδης] … Dictionary of Greek