- ἑταιρηΐη
ἑταιρηΐη u. ἑταιρήϊος, ion. = ἑταιρεία, -ρεῖος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑταιρηΐη u. ἑταιρήϊος, ion. = ἑταιρεία, -ρεῖος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek