ἑτερο-μερής

ἑτερο-μερής

ἑτερο-μερής, ές, nach einer Seite hingeneigt, einseitig, Theol. arith. u. a. Sp.; βίος Stob. fl. 3, 75.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετερομερής — ές (Α ἑτερομερής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο ανομοιομερής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερομερή α) άνθη τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”