ὑπέρ-ολβος

ὑπέρ-ολβος

ὑπέρ-ολβος, überreich, überglücklich, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύολβος — ον, Α 1. (για πρόσ. και τόπο) αυτός που έχει προικιστεί με πολύν όλβο, με πολλή ευδαιμονία, πολύ ευτυχισμένος (α. «πολύολβος Ἠμαθίς», Ανθ. Παλ. β. «Κούρητες πολύολβοι», Δίον. Περ.) 2. (για πράγματα) πολύ άφθονος («πολύολβος ἐδωδή», Ανθ. Παλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • πάμφιλος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Δημοφίλη. 2. Μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Επίκουρου. 3. Αθηναίος Δημαγωγός. Kαταδικάστηκε για κατάχρηση χρημάτων που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”