ὑπέρ-οινος

ὑπέρ-οινος

ὑπέρ-οινος, den Wein übermäßig liebend, Polyaen. 8, 25, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπέροινος — ον, Α αυτός που αγαπά το κρασί υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οἶνος (πρβλ. πάρ οινος)] …   Dictionary of Greek

  • Camunni — Felsbilder im Valcamonica: Camunische Rose zwei menschlichen Figuren (eine im Martellina , die andere in Graffiti ) Die Camunni bildeten die alte eisenzeitliche Bevölkerung im Val Camonica des ersten vorchristlichen Jahrtausends. Der lateinische… …   Deutsch Wikipedia

  • Camunni — Art rupestre du Valcamonica: camunienne rose et deux personnages (un dans martellina , l autre en graffiti ) Les Camunni étaient d anciennes populations situées au cours de l âge du fer (Ier millénair …   Wikipédia en Français

  • Camunni — Saltar a navegación, búsqueda Arte rupestre de Val Camonica: rosa camuna y dos figuras humanas (una en martellina , el otro en graffiti ) La población de los Camunni se encuentra en la Edad del Hierro (I milenio a. C.) en Val Camonica; el nombre… …   Wikipedia Español

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • Каммуны — Камунский Самоназвание: неизвестно; Страны: Италия: южные Альпы Вымер: I век Классификация Категория: Я …   Википедия

  • Камуны — …   Википедия

  • άγια — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Κωμόπολη (υψόμ. 200 μ., 3.027 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Αποτελεί έδρα του δήμου Αγιάς. H Α. είναι χτισμένη ανάμεσα στην Όσσα και το Μαυροβούνι μέσα σε πυκνή βλάστηση και άφθονα νερά. 2.… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαλγικός — ή, ό (ΑΜ κεφαλαλγικός, ή, όν) [κεφαλαλγής] ο σχετικός με την κεφαλαλγία, αυτός που προξενεί κεφαλαλγία ή που πάσχει από κεφαλαλγία (α. «κεφαλαλγικό σύνδρομο» β. «ὁ φαλερῑνος οἶνος ἀπὸ ἐτῶν δέκα ἐστὶ πότιμος... ὁ δ ὑπέρ τοῡτον ἐκπίπτων τὸν χρόνον …   Dictionary of Greek

  • υπερχέω — ΜΑ [χέω] 1. κατακλύζω («τὸ ὕδωρ ἄνω ὑπερέχεε», Δοσίθ.) 2. (το παθ.) ὑπερχέομαι α) υπερχειλίζω, πλημμυρίζω (α. «ὑπερχεῑται ὁ ποταμός», Πλούτ. β. «οἶνος ὑπὲρ τὸ ἀγγεῑον ὑπερεχύθη», Δίων Κάσσ.) β) διασκορπίζομαι (α. «τρίχες τῶν ἀκρωμίδων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”