- ὑπέρ-ακρος
ὑπέρ-ακρος, über den Gipfel hinaus, – adv. ὑπεράκρως ζῆν, oben hinaus wollen, unmäßig nach dem Höchsten trachten, Dem. 61, 45, Ggstz ταπεινῶς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπέρ-ακρος, über den Gipfel hinaus, – adv. ὑπεράκρως ζῆν, oben hinaus wollen, unmäßig nach dem Höchsten trachten, Dem. 61, 45, Ggstz ταπεινῶς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… … Dictionary of Greek
υπέρακρος — ον, Α πολύ απόκρημνος («ὑπέρακροι λόφοι», Αιλ.). επίρρ... ὑπεράκρως Α μτφ. πέρα από κάθε μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακρος (< ἄκρη / ἄκρα), πρβλ. ἔπ ακρος, ὕπ ακρος] … Dictionary of Greek
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
υπεριμπεριαλισμός — ο, Ν ο άκρος ιμπεριαλισμός, ο ξέφρενος και φανατισμένος ιμπεριαλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ιμπεριαλισμός] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek