- ὑπο-μνηστικός
ὑπο-μνηστικός, ή, όν, erinnernd, S. Emp. pyrrh. 2, 99, oft; τὸ ὑπομνηστικόν, = ὑπόμνημα, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-μνηστικός, ή, όν, erinnernd, S. Emp. pyrrh. 2, 99, oft; τὸ ὑπομνηστικόν, = ὑπόμνημα, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.